δραπετικός
From LSJ
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for a δραπέτης, δ. θρίαμβος a triumph over runaway slaves, Plu.Pomp.31; δ. σώματα CIG2554.102 (Crete); δραπετικοί, οἱ, IG5(1).1390.83 (Andania); of a slave, likely to run away, BGU887.5 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 665] den Flüchtling, den entlaufenen Sklaven betreffend; θρίαμβος, ein Triumph über solche, Plut. Pomp. 31.
Greek (Liddell-Scott)
δραπετικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς δραπέτην, δρ. θρίαμβος, θρίαμβος ἀπὸ δραπετῶν δούλων, Πλούτ. Πομπ. 31· δρ. σώματα Ἐπιγρ. Κρήτ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2554. 102.