ὀλιγόσιτος
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ον,
A eating little or moderately, Pherecr.1, Phryn.Com.23.
German (Pape)
[Seite 322] wenig essend, Pherecrat. bei Ath. VI, 248 b.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγόσῑτος: -ον, ὁ ἐσθίων ὀλίγον ἢ μετρίως, Φερεκρ. ἐν «Ἀγαθοῖς» 1, Φρύνιχ. Κωμ. ἐν «Μονοτρόπῳ» 5. - ὀλῐγοσῑτέω, τρώγω ὀλίγον, Ἱππ. π. Ἀγμ. 769 - ὀλῐγοσῑτία, ἡ, τὸ ἐσθίειν ὀλίγον, ἐγκράτεια περὶ τὴν τροφήν, Ἀριστ. Πολιτ. 2. 10, 9, Προβλ. 1. 39.