ἐπιβουλή
English (LSJ)
ἡ,
A plan formed against another, plot, scheme, Hdt. 1.12, Th.4.77, 86, Isoc.4.148, etc.; ἐπιβουλὴν ἐπιβουλεύειν Lys.13.18; πρός τινα against one, X.An.1.1.8; ἐξ ἐπιβουλῆς by treachery, treacherously, ἐξ ἐ. ἀποθανεῖν, ἐξ ἐ. φονεὺς εἶναι, Antipho 2.1.5, 1.3, cf. Th.8.92, X.An.6.4.7, etc.; μετὰ ἐπιβουλῆς designedly, Pl.Lg.867a, al.
German (Pape)
[Seite 930] ἡ, Vorhaben, Anschlag gegen Einen, Nachstellung, Thuc. 4, 76; ἐπ ιβουλὴν ἀρτύειν Her. 1, 12; ἐπιβουλεύειν Lys. 13, 18; ἐξ ἐπιβουλῆς, hinterlistiger Weise, Thuc. 8, 92; Xen. An. 6, 4, 7; aber auch allgemeiner: mit Vorsatz, Antiph. 1, 3; Plat. Rep. I, 341 a; auch μετ' ἐπιβουλῆς, Legg. IX, 867 a; τῇ ἐπιβουλῇ, im Ggstz von ἀπροβουλίᾳ, ibd.; φθόνοι καὶ ἐπιβουλαί vrbdn Prot. 316 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβουλή: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Ἡρόδ. 1. 12, Θουκ. 4. 76, 86· πρός τινα, κατά τινος, Ξεν. Ἀν. 1. 1, 8· ἐξ ἐπιβουλῆς, δι’ ἐπιβουλῆς, ἐξ ἐπιβ. θανών, ἐξ ἐπιβ. φονεὺς Ἀντιφῶν 115. 20., 111. 43· πρβλ. Θουκ. 8. 92, κτλ.· οὕτω καί, μετὰ ἐπιβουλῆς Πλάτ. Νόμ. 867Α κ. ἀλλ.