Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
[Seite 987] immer mehr zusammenziehen, Arist. rhet. 3, 2; κοιλία ἐπισυνεσταλμένη, Schol. Ar. Plut. 301.