ἐργολαβία
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
English (LSJ)
ἡ,
A contract for the execution of work, πρὸς ἐργολαβίαν γεγράφθαι [λόγους] Isoc.5.25 : pl., Ath.Mitt.51.29 (Samos), Plu.Cat.Ma.19. II profitmaking, ἐργολαβίας ἕνεκεν παραμένειν ἐν τῷ μαθήματι D.S.2.29, cf. Lib.Decl.23.20.
German (Pape)
[Seite 1020] ἡ, = ἐργολάβεια, so λόγους πρὸς ἔνδειξιν καὶ πρὸς ἐργολαβίαν γεγράφθαι, d. i. um Geld zu verdienen, aus Gewinnsucht, Isocr. 5, 25; ἐργολαβίας ἕνεκα D. gie. 2, 29.
Greek (Liddell-Scott)
ἐργολᾰβία: ἡ, τὸ ἀναδέχεσθαι τὴν ἐκτέλεσιν ἔργου ἐπὶ ὡρισμένῃ ἀμοιβῇ, παρὰ τοῖς ῥήτορσι, κερδοσκοπία, πρὸς ἐπίδειξιν καὶ πρὸς ἐργολαβίαν γεγράφθαι Ἰσοκρ. 87C, ἔνθα ἴδε σημ. Κοραῆ· ἐργολαβίας ἕνεκεν παραμένουσιν ἐν τῷ μαθήματι Διόδ. 2. 29.