καταβιάζω
χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell
English (LSJ)
A subdue by force, Anon.Hist.(FGrH160) Fr.1 i 2 (iii B. C.); τὴν ψυχήν Ph.1.685:—more freq. in Med., constrain, καταβιάσασθαι παρὰ γνώμην τοὺς πολλούς Th.4.123; τὴν πόλιν App.BC2.28, cf. Eun.Hist.p.259 D.; Χάρισι τὴν δόξαν Plu.2.385e; τὰ πράγματα πρὸς τὰς ὑποθέσεις ὁμολογεῖν μὴ πεφυκότα κ. ib.75f. 2 contend, strive to show, ὢν εὐνοῦχος ἀνὴρ εἶναι κατεβιάζετο Eun.Hist.p.256 D. II Pass., to be forced, Plu.Thes.11, Id.2.639f; [νούσημα] ἤδη ὑπὸ Χρόνου πολλοῦ καταβεβιασμένον, of a chronic disease, Hp.Morb. Sacr.2.
Greek (Liddell-Scott)
καταβιάζω: βιαίως ὑποτάσσω, Φίλων 1. 685: -βέλτιον ὡς ἀποθ., βιάζω, παραβιάζω, ἀναγκάζω, καταβιάσασθαι παρὰ γνώμην τοὺς πολλοὺς Θουκ. 4. 123, πρβλ. Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 28· δυνάμει καὶ φίλοις καὶ χάριτι καταβιαζόμενοι Πλούτ. 2. 385E. ΙΙ. Παθ., ἀναγκάζομαι, καταβιάζεται ὑπ’ ἐκείνου ὁ αὐτ. ἐν Θησ. 11, πρβλ. Wyttenb. 2. 639F· μετ’ ἀπαρ., πράγματα ὁμολογεῖν μὴ πεφυκότα καταβιαζόμενοι Πλούτ. 2. 75F, Εὐνάπ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. Εὐτρόπιος· νούσημα ἢδη ὑπὸ χρόνου πολλοῦ καταβεβιασμένον, ἐπὶ χρονίου νοσήματος, Ἱππ. 303. 46.