κατακοιμίζω
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
English (LSJ)
A = κατακοιμάω 11 (for which it is a constant v.l.), lull to sleep, τὴν φυλακήν Hecat.33J.; τὰ δυσυπνοῦντα τῶν παιδίων Pl.Lg.790d, cf. Smp.223d (v.l. -κοιμήσαντ'), Luc.VH2.34,Asin.6: metaph., κ. τὸν λύχνον Phryn.Com.24; ὀργάς Com.Adesp.521; τοὺς πολεμίους Plu.2.346c:—Pass., go to sleep, Plb.3.67.2; of troublesome questions, ἵνα . . ἀεὶ ἂν κατακοιμισθῶσιν IG22.1121.26. II sleep through, τὴν φυλακήν sleep out one's watch, Hdt.9.93. Ael. NA1.15, al.; τῆς ἡμέρας τὸ Χρησιμώτατον -κοιμίζουσα X.Mem.2.1.30.
German (Pape)
[Seite 1354] 1) einschläfern, zu Bett u. in Schlaf bringen; τὰ δυσυπνοῦντα τῶν παίδων Plat. Legg. VII, 790 d; Sp.; übertr., λύχνον, auslöschen, Phryn. com. bei Ath. XV, 700 f; ἐξαπατήσας καὶ κατακοιμίσας τοὺς πολεμίους Plut. de glor. Ath. 2 M., »die Feinde einschläfern«. – 2) verschlafen, τῆς ἡμέρας τὸ χρησιμώτατον Xen. Hem. 2, 1, 30; φυλακήν Ael. H. N. 1, 15. – Vgl. κατακοιμάω.
Greek (Liddell-Scott)
κατακοιμίζω: κατακοιμάω ΙΙ (ἀνθ’ οὗ ἀπαντᾷ συνεχῶς ὡς διάφ. γραφ.), βάλλω τινὰ νὰ κοιμηθῇ, «νανουρίζω», ὅπερ καταβαυκαλῶ λέγει ὁ Πολυδ. 9. 127 τὰ δυσπνοῦντα τῶν παιδίων Πλάτ. Νόμ. 790D, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 34∙ μεταφ., κ. τὸν λύχνον, σβεννύω τὸν λ., Φρύν. Κωμ. ἐν «Μονοτρ.» 6∙ ἐξαπατήσας καὶ κατακοιμίσας τοὺς πολεμίους Πλούτ. 2. 346C. - Παθ., ἐπὶ ὀχληρῶν ζητημάτων, ἵνα… ἀεὶ ἂν κατακοιμισθεῖεν Συλλ. Ἐπιγρ. 356. 24. - Ἐπὶ τῆς ἀμεταβ. σημασίας ὁ μόνος ὀρθὸς τύπος εἶναι τὸ κατακοιμάω.