κελαινοφαής
From LSJ
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
English (LSJ)
ές,
A black-gleaming, ὄρφνα κ. murky twilight, Ar.Ra. 1331 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1414] ές, schwarz, dunkel leuchtend, νυκτὸς κελ. ὄρφνα Ar. Ran. 1331.
Greek (Liddell-Scott)
κελαινοφαής: -ές, ἀμυδρῶς φωτίζουσα, ὄρφνα κ., φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸ σκοτεινὸν λυκόφως, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1331.