κρίκος

From LSJ
Revision as of 10:57, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρίκος Medium diacritics: κρίκος Low diacritics: κρίκος Capitals: ΚΡΙΚΟΣ
Transliteration A: kríkos Transliteration B: krikos Transliteration C: krikos Beta Code: kri/kos

English (LSJ)

[ῐ], ὁ, Homeric form of κίρκος,

   A ring, on a horse's breastband, to fasten it to the peg (ἕστωρ) at the end of the carriage-pole, Il.24.272.    2 eyelet-hole in sails, through which the reefingropes were drawn, Hdt.2.36, cf. Poll.1.94, PLond.3.1164 (h) 8 (iii A. D.).    3 curtain-ring, Thphr.HP4.2.7, J.AJ3.6.2.    4 fingerring, Arist.Pol.1324b14; part of a finger-ring, Inscr.Délos461 Ba6, al. (ii B. C.).    5 nose-ring, S.E.P.3.203.    6 armlet, Plu.Dem. 30.    7 link in a chain, Id.2.304b, Alex.Aphr.Pr.2.67, Iamb. Comm.Math.7; ἐκ κρίκου λεπτοῦ πεποιημένα ὑφάσματα chain armour, Jul.Or.37d.    8 hoop, Antyll. ap. Orib.6.26.2.    9 ring of a spanner, Hero Bel.101.13; of a ring-bolt, Apollod Poliorc.166.15; of an armillary sphere, Procl.Hyp.6.2 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

κρίκος: ῐ, ὁ, Ὁμηρ. τύπος τοῦ κίρκος, κρίκος τις («κρικέλλι») ἐπὶ τῆς ἐπιστηθίου σκευῆς τῶν ἵππων δι’ ἧς προσέδενον αὐτοὺς πρὸς ξύλινον πάσσαλον (ἕστορα) τοῦ ῥυμοῦ τῆς ἁμάξης, ἐπὶ δὲ κρίκον ἕστορι βάλλον Ἰλ. Ω. 272. 2) μικραὶ ὀπαὶ ἐν τοῖς ἱστίοις δι’ ὧν τὰ σχοινία (οἱ κάλῳ) διήρχοντο καὶ ἐσύροντο. Ἡρόδ. 2. 36, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 2, Πολυδ. Αϳ, 94. 3) δακτύλιος, «δαχτυλίδι» τῆς χειρός, Θεόφρ. Ἱστ. Φυτ. 4. 2, 7· ἐν Καρχηδόνι οἱ ἄνδρες ἐφόρουν ἰσαρίθμους δακτυλίους ταῖς μάχαις ἐν αἷς ἐπολέμησαν, Ἀριστ. Πολ. 7. 2, 10. 4) κόσμημα τῆς ῥινός, ἔρρινον δακτυλίδιον, Σέξτ. Ἐμπειρ. Π. 3. 203· φυλακτήριον, Πλουτ. Δημοσθ. 30· κρίκος ἁλύσεως, ὁ αὐτ. 2. 304Β, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 67· ἐκ κρίκου λεπτοῦ πεποιημένα ὑφασμάτια, δηλ. ἁλυσιδωτὸς ὁπλισμός, Ἰουλιαν. 37D.