γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
Full diacritics: μαστῑγωτέος | Medium diacritics: μαστιγωτέος | Low diacritics: μαστιγωτέος | Capitals: ΜΑΣΤΙΓΩΤΕΟΣ |
Transliteration A: mastigōtéos | Transliteration B: mastigōteos | Transliteration C: mastigoteos | Beta Code: mastigwte/os |
α, ον, ἐστὶ μ. he
A must be whipped, Ar. Ra.633.
μαστῑγωτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ μαστιγόω, ὃ πρέπει νὰ μαστιγώσῃ τις, ἄξιος μαστιγώσεως, Ἀριστοφ. Βάτρ. 633.