μετάβασις
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
English (LSJ)
εως, ἡ,
A moving over, shifting, e.g. of the body in walking, from one leg to the other, Hp.Mochl.20; change of position, Epicur.Ep.1p.16U.: pl., ib.p.17 U. 2 passing over, ἐς τὸ ἕτερον πλοῖον v.l. in Antipho 5.22; migration, change of residence, εἰς Κόρινθον ἐξ Ἀθηνῶν Plu.2.78d; μ. ποιεῖσθαι ἐπί . . BGU137.6 (ii A. D.). II change, τῶν πολιτειῶν γένεσις καὶ μ. Pl.Lg.676c; δοκεῖ ἡ μ. ἐντεῦθεν γίγνεσθαι Id.R.547c; τῶν νομίμων Arist.Pol.1303a22 (pl.); ἡ μ. ἐκ [τῶν φυτῶν] εἰς τὰ ζῷα συνεχής ἐστιν Id.HA588b11; μ. ἀπὸ ποιότητος εἰς ποιότητα Sor.2.15; αἱ τῆς τραγῳδίας μ. Arist.Po.1449a37; but ἡ μ. the reversal of fortune in a drama, ib.1455b28. III transition from one subject to another, Luc.Hist.Conscr.55; as a figure in Rhet., Quint.9.3.25. 2 inference or procedure by analogy, Phld. Rh.1.105 S., Sign.19, S.E.M.8.194; ἡ κατὰ τὸ ὅμοιον μ. Phld.Sign. 38, al.; also in Medicine, ἡ τοῦ ὁμοίου μ. Gal.1.118.
German (Pape)
[Seite 144] ἡ, das Uebergehen, εἰς ἕτερον πλοῖον, Antipho 5, 22; Veränderung, Plat. Rep. VIII, 547 c u. öfter; bes. auch das Uebergehen auf einen andern Gegenstand in der Rede, Luc. hist. conscr. 55.
Greek (Liddell-Scott)
μετάβᾰσις: ἡ, ἡ μετακίνησις, π.χ. ἐπὶ τοῦ σώματος κατὰ τὸ βάδισμα, ἀπὸ τοῦ ἑνὸς σκέλους εἰς τὸ ἕτερον, Ἱππ. Μοχλ. 852. 2) τὸ μεταβαίνειν, ἐς τὸ ἕτερον πλοῖον Ἀντιφῶν 132. 5· μετοίκησις, Πλούτ. 2. 78D. ΙΙ. μεταβολή, ἀνατροπὴ νόμων καὶ κυβερνήσεως, Πλάτ. Νόμ. 676C· ἡ μ. ἐντεῦθεν γίγνεται ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 547C· τῶν νομίμων Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 3, 10· ἔκ τινος εἴς τι ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 1, 6, κ. ἀλλ.· περὶ τῶν μεταβολῶν ἢ τροπῶν ἐν τῇ τραγῳδίᾳ, ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 5. 3., 18. 2. ΙΙΙ. μετάβασις ἐκ μιᾶς ὑποθέσεως εἰς ἑτέραν, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγράφ. 55, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 194· ὡς ῥητορικὸν σχῆμα, Quintil., κτλ.