μετοίκησις
Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them
English (LSJ)
-εως, ἡ, = μετοικία (change of abode, removal, migration) 1,
A μ. τοῦ τόπου τοῦ ἐνθένδε εἰς ἄλλον τόπον Pl.Ap.40c; τὴν μ. τὴν ἐνθένδε ἐκεῖσε Id.Phd.117c, cf. Cat.Cod. Astr.7.110.
2 metaph., of the transmigration of souls, τὴν ἀρίστην μ. τὴν τοῦ ἀνθρώπου… λέοντα γίνεσθαι Ael.NA12.7.
II = μετοικία (settlement or residence in a foreign city) ΙΙ, Pl.Lg.850a.
German (Pape)
[Seite 161] ἡ, das Umziehen, Verändern des Wohnorts, ἡ μετ. ἡ ἐνθένδε ἐκεῖσε, Plat. Phaed. 117 c; auch μετοίκησις τῇ ψυχῇ τοῦ τόπου τοῦ ἐνθένδε εἰς ἄλλον τόπον, Apol. 40 c; Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
émigration.
Étymologie: μετοικέω.
Russian (Dvoretsky)
μετοίκησις: εως ἡ переселение (τοῦ τόπου τοῦ ἐνθένδε εἰς ἄλλον τόπον Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
μετοίκησις: ἡ, = τῷ ἑπομ. Ι, μ. τοῦ τόπου τοῦ ἐνθένδε εἰς ἄλλον τόπον Πλάτ. Ἀπολ. 40C· τὴν μ. τὴν ἐνθένδε ἐκεῖσε ὁ αὐτ. ἐν Φαίδ. 117C.
Greek Monotonic
μετοίκησις: ἡ, = το επόμ.
I., σε Πλάτ.