συμμονή
From LSJ
ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life
English (LSJ)
ἡ,
A holding together, coherence, permanence, [τοῦ κόσμου] Chrysipp.Stoic.2.173; [αἱ ψυχαὶ] τῷ σώματι συμμονῆς ἦσαν αἴτιαι ib. 321; holding together of the divine order, M.Ant.5.8; σ. τῶν σπερμάτων preservation, Dsc.Prooem.9; living together, Muson.Fr.13A p.68H.; in Gramm., close connexion, τῶν πτώσεων A.D.Adv.202.5.
German (Pape)
[Seite 983] ἡ, das Zusammenbleiben, -leben; Plut. de stoic. repugn. 46; S. Emp. adv. phys. 1, 72.
Greek (Liddell-Scott)
συμμονή: ἡ, τὸ παραμένειν ὁμοῦ, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1054F, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 72, κτλ.· τὸ ὁμοῦ ζῆν, Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 425. 20.