περιποίκιλος
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
ον,
A variegated, spotted, οὐρά X.Cyn.5.23, cf. IG22.1514.8.
German (Pape)
[Seite 588] rings od. sehr bunt, bunt geringelt, Xen. Cyn. 5, 23.
Greek (Liddell-Scott)
περιποίκῐλος: -ον, λίαν ποικίλος, κατάστικτος, Ξεν. Κυν. 5, 23, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 10.