ὀστρακίνδα

Revision as of 11:01, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

English (LSJ)

Adv.

   A played with potsherds or oystershells (the black and white surfaces being analogous to our 'heads and tails'), [παιδιά] Poll.9.111, Herm. in Phdr.p.90 A.: with a play on ὀστρακισμός, ὀ. βλέψαι Ar.Eq.855.

German (Pape)

[Seite 400] παιδιά, Scherbenspiel, bei dem eine Scherbe, welche auf einer Seite schwarz, auf der andern weiß war, auf eine Linie geworfen wurde; je nachdem die eine oder die andere Seite oben zu liegen kam, mußte die eine der spielenden Parteien fliehen und die andere sie verfolgen, Poll. 9, 111. – Es hieß auch ὀστράκου περιστροφή (vgl. ὄστρακον). – Bei Ar. Equ. 852 liegt in ὀστρακίνδα βλέπειν, nach der Scherbe sehen, zugleich eine Anspielung auf den Ostracismus.

Greek (Liddell-Scott)

ὀστρᾰκίνδα: Ἐπίρρ., παιδιὰ παιζομένη δι’ ὀστράκων, ἣν περιγράφει ὁ Πολυδ. (Θ΄, 111) ὡς ἑξῆς «ὀστρακίνδα δέ, ὅταν γραμμὴν ἑλκύσαντες οἱ παῖδες ἐν μέσῳ καὶ διανεμηθέντες, ἑκατέρα μερὶς ἡ μὲν τὸ ἔξω τοῦ ὀστράκου πρὸ αὐτῆς εἶναι νομίζουσα ἡ δὲ τὸ ἔνδον, ἀφέντος τινὸς κατὰ τῆς γραμμῆς τὸ ὄστρακον, ὁπότερον ἂν μέρος ὑπερφανῇ, οἱ μὲν ἐκείνῳ προσήκοντος διώκωσιν, οἱ δὲ ἄλλοι φεύγωσιν ὑποστραφέντες· ὅπερ εἶδος παιδιᾶς αἰνίττεται καὶ Πλάτων ἐν τοῖς εἰς Φαῖδρον ἐρωτικοῖς. ὁ μὲν τοίνυν ληφθεὶς τῶν φευγόντων, ὄνος οὗτος κάθηται· ὁ δὲ ῥίπτων τὸ ὄστρακον ἐπιλέγει: νὺξ ἡμέρα· τὸ γὰρ ἔνδοθεν αὐτοῦ καταλήλιπται πίττη καὶ τῇ νυκτὶ ἐπιπεφήμισται. καλεῖται δὲ καὶ ὀστράκου περιστροφὴ τὸ εἶδος τοῦτο τῆς παιδιᾶς», Πλάτ. Πολ. 521· οὕτως, ὀστράκου μεταπεσόντος, ὅταν τὸ ἄνω γένηται κάτω, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 241Β. ― Ἐν τῷ τοῦ Ἀριστοφ. (Ἱππ. 855), ὀστρακίνδα βλέπειν, ὑπάρχει αἰνιγμὸς πρὸς τὸν ὀστρακισμόν.