νυκτηγορέω
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
A debate or plan by night, E.Rh.89 :—in Pass., A.Th. 29.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτηγορέω: ἀγγέλλω ἢ προσκαλῶ διὰ νυκτός, Εὐρ. Ρῆσ. 89· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Αἰσχύλ. Θήβ. 29.