γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
A v. ὁράω.
[Seite 373] ion. = ὁράω, Her.
ὁρέω: Ἰων. ἀντὶ ὁράω, Ἡρόδ.