ὀχληρός

From LSJ
Revision as of 11:21, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht

Menander, Monostichoi, 371
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχληρός Medium diacritics: ὀχληρός Low diacritics: οχληρός Capitals: ΟΧΛΗΡΟΣ
Transliteration A: ochlērós Transliteration B: ochlēros Transliteration C: ochliros Beta Code: o)xlhro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A troublesome, irksome, importunate, of persons, Aeschin.1.135, D.Prooem.48; ἴσθ' ὀ. ὢν δόμοις Ar.Ach.460 (parody); ὀ. ἴσθ' ὤν E.Hel.452; τινι to one, Id.Alc.540, Pl.Hp.Ma.295b; of a writer, offensive, D.H.Th.30.    2 of things, troublesome, annoying, Hdt.1.186, Isoc.5.151, etc. Adv. -ρῶς D.H.Dem.15: Comp. -οτέρως, ἔχειν Hp.Epid.1.19, Phld.Mus.p.63K.    II turbulent, συμπόται Pl. R.569a.

German (Pape)

[Seite 430] 1) beunruhigend, lästig; Eur. Hel. 459 Alc. 543; Her. 1, 186; οὐκ ὀχληρὸς ἔσομαί σοι πυνθανόμενος, Plat. Hipp. mai. 295 b; ὀχληρότατος, Isocr. 4, 185, öfter; bes. bei Sp., wie Luc. Nigr. 13 Tim. 11; καὶ ἐπαχθής, Hdn. 3, 15, 3. – 2) unruhig, lärmend, aufrührerisch, μετὰ ὀχληρῶν συμποτῶν, Plat. Rep. VIII, 569 a; Suid. erkl. ταραχώδης.

Greek (Liddell-Scott)

ὀχληρός: -ά, -όν, ἐνοχλητικός, φέρων ἐνόχλησιν, «βαρετός», ἐπὶ προσώπων, Πλάτ., κλ.· ὀχληρὸς ἴσθ’ ὢν Εὐριπ. Ἑλ. 452· παρῳδεῖται ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 460 τινι, εἴς τινα, Εὐρ. Ἄλκ. 540, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 295Β· ἐπὶ συγγραφέως, προσβλητικὸς Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 30. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὁ προξενῶν ἀνίαν, ὀχληρός, Ἡρόδ. 1. 186, Ἰσοκρ. 112D, κτλ.· - Ἐπίρρ. -ρῶς Διον. Ἁλ. π. Δημ. 15· συγκρ. -οτέρως, Ἱππ. 955Ε. ΙΙ. ταραχώδης, ξυμπότης Πλάτ. Πολ. 569Α.