πεζοπόρος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A going by land, οὐ ναύταν ποσσὶ δὲ π. AP12.53 (Mel.) ; ναύτην ἠπείρου, π. πελάγους, of Xerxes, ib.9.304 (Parmen.).
German (Pape)
[Seite 542] zu Fuße gehend oder reisend; ποσσί, Mel. 80 (XII, 53); πελάγους, Parmen. 9 (IX, 304).
Greek (Liddell-Scott)
πεζοπόρος: -ον, ὁ κατὰ ξηρὰν ὁδοιπορῶν, οὐ ναύταν ποσσὶ δὲ π. Ἀνθ. Π. 12. 53· ναύτην ἠπείρου, π. πελάγους, ἐπὶ τοῦ Ξέρξου (ἴδε πεζεύω), αὐτόθι 9. 304.