πυκτεύω
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
English (LSJ)
Boeot. πουκτ-,
A box, spar, X.Lac.4.6, D.4.40; οὕτω πυκτεύω ὡς οὐκ ἀέρα δέρων 1 Ep.Cor.9.26; π. καὶ παγκρατιάζειν Pl.Grg.456d; περὶ τεοῦς Ἑρμᾶς ποτ' Ἄρευα π. Corinn.11; ἐς σὸν κρᾶτα π. strike with the fist on the head, E.Cyc.229: generally, fight, ξιφήρη π. Hld.10.31; of gladiators, Rev.Arch.30(1929).24 (Gortyn):—Med., πεπύκτευται αὐτόν Philostr.Im.2.19.
German (Pape)
[Seite 816] die Kunst des πύκτης, den Faustkampf üben, mit der Faust kämpfen; τίς εἰς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν; Eur. Cycl. 228; Plat. Gorg. 456 d u. sonst; Dem. u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
πυκτεύω: πυγμαχῶ, Ξεν. Λακ. 4, 6, Δημ. 51. 24· π. καὶ παγκρατιάζειν Πλάτ. Γοργ. 456D· περί τινος πρός τινα Κόριννα 11· εἰς κρᾶτα π., κτυπῶ διὰ τῆς πυγμῆς τὴν κεφαλήν, Εὐρ. Κύκλ. 229.