σκαλεύω
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
English (LSJ)
A = σκάλλω, stir, poke, ἄνθρακας Ar. Pax440; πῦρ μαχαίρᾳ μὴ σ., i.e. don't provoke an angry m<*>n, Pythag. prov. in Arist.Fr.197, cf. Plu.Num.14, Luc.VH2.28, <*>L. 8.17; σ. τὰ ὦτα, τὸ οὖς, Arist.Pr.960b35, 961a37: abs., of pou<*>y, scratch, Plu.2.516d: prov., αἰγὸς τρόπον μάχαιραν ἐσκάλευσά <μοι>, i. e. I have unearthed the weapon for my own destruction, Com.Adesp.47 D.
German (Pape)
[Seite 888] = σκάλλω, behacken; ἄνθρακας, scharren, schüren, Ar. Pax 432, vom Schol. ζωπυρεῖν erkl.; πῦρ μαχαίρᾳ, Luc. V. H. 2, 28; vgl. Plut. ed. lib. 17.
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰλεύω: σκάλλω, ἀνακινῶ, ὑποδαυλίζω, ἄνθρακας Ἀριστοφ. Εἰρ. 440, πρβλ. Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 28· πῦρ μαχαίρᾳ μὴ σκ., δηλ. μὴ ἐρέθιζε ἄνθρωπον ὠργισμένον. Πυθαγ. παροιμ. ἐν Ἀριστ. Ἀποσπ. 192, πρβλ. Διογ. Λ. 8. 17, Πλουτ. Νουμ. 14· σκ. τὰ ὦτα, τὸ οὖς Ἀριστ. Προβλ. 32. 6 καὶ 13· - ἀπολ., ἐπὶ ὀρνίθων, «σκαλίζω», Πλούτ. 2, 516D. -Καθ’ Ἡσύχ.: «κινεῖ, ἀναστρέφει, ὀρύσσει».