σκευάριον
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
τό, Dim. I (σκεῦος) small vessel or utensil, mostly in pl., Ar.Ach.451, Ra.172, Pl.809, Pl.Com.121, etc.: sg., Ar.Pl. 1139. 2 implements of gaming, Aeschin.1.59. II (σκευή) paltry garment, Pl.Alc.1.113e.
German (Pape)
[Seite 893] τό, dim. von σκεῦος und σκευή, bes. Kleidung, Ar. Pax 201 Plut. 809. 839 u. öfter; Plat. Alc. I, 113 e; übh. Möbeln, Aesch. 1, 59; Diphil. bei Poll. 10, 12.
Greek (Liddell-Scott)
σκευάριον: τό, ὑποκορ. Ι. τοῦ σκεῦος, μικρὸν σκεῦος ἢ ἀγγεῖον, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 451, Βάτρ. 172, Πλ. 809, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ ἑνικῷ, αὐτόθι 1139. 2) ὄργανα παιγνιδίου, Αἰσχίν. 9. 8. ΙΙ. τοῦ σκευή, μικρὸν ἔνδυμα, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 113Ε.