ὠχριάω
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
English (LSJ)
A = ὠχράω, to be pallid, Ar.Nu.103, Ra.307, Com.Adesp.342; ὠχριηκώς Hp.Ep.17; ὠχριήσας Babr.92.8; opp. ἐρυθριάω, ἐρυθραίνομαι, Arist.Cat.9b31, EN1128b14; of wine, Plu.2.692e.
Greek (Liddell-Scott)
ὠχριάω: ὠχράω, γίνομαι ἢ φαίνομαι ὠχρός, χλωμιάζω, Ἀριστοφ. Νεφ. 103, Βάτρ. 307, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 115· ὠχριήσας Βάβρ. 92. 8· ἀντίθετον τῷ ἐρυθριάω, ἐρυθραίνομαι, Ἀριστ. Κατηγ. 8. 15, Ἠθ. Νικ. 4. 9, 2· - ἐπὶ οἴνου, Πλούτ. 2. 692Ε. -Πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 80.