σύγκλισις
From LSJ
Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέων → Senum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit
English (LSJ)
A v. σύγκλεισις 11.2.
German (Pape)
[Seite 968] ἡ, das sich Zusammenneigen, -liegen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σύγκλῐσις: ἡ, τὸ συγκλίνειν, κλίνειν ὁμοῦ, πρβλ. σύγκλεισις ἐν τέλ.