σύγκλισις

From LSJ

εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγκλῐσις Medium diacritics: σύγκλισις Low diacritics: σύγκλισις Capitals: ΣΥΓΚΛΙΣΙΣ
Transliteration A: sýnklisis Transliteration B: synklisis Transliteration C: sygklisis Beta Code: su/gklisis

English (LSJ)

v. σύγκλεισις II.2.

German (Pape)

[Seite 968] ἡ, das sich Zusammenneigen, -liegen, Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
c. συγκλινίαι.

Greek (Liddell-Scott)

σύγκλῐσις: ἡ, τὸ συγκλίνειν, κλίνειν ὁμοῦ, πρβλ. σύγκλεισις ἐν τέλ.

Russian (Dvoretsky)

σύγκλῐσις: εως ἡ Plut. = συγκλινίαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύγκλισις -εως ἡ [συγκλίνω] engte, nauwe pas.