σύγκλισις
From LSJ
English (LSJ)
v. σύγκλεισις II.2.
German (Pape)
[Seite 968] ἡ, das sich Zusammenneigen, -liegen, Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
c. συγκλινίαι.
Greek (Liddell-Scott)
σύγκλῐσις: ἡ, τὸ συγκλίνειν, κλίνειν ὁμοῦ, πρβλ. σύγκλεισις ἐν τέλ.
Russian (Dvoretsky)
σύγκλῐσις: εως ἡ Plut. = συγκλινίαι.