συμποιέω
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
A help or assist in doing, τι And.1.62, Is.8.16; συμποιοῦντος αὐτοῖς καὶ Φίλωνος PEnteux.55.9, cf. 83.6 (iii B.C.); v. σύν c. II compose jointly with, τοὺς Ἱππέας ξυνεποίησα τῷ φαλακρῷ τούτῳ (i.e. Eupolis in partnership with Aristophanes) Eup.78 (troch.); Εὐριπίδῃ . . συνεποίεις . . τὴν τραγῳδίαν Ar.Fr.580, cf. Th.158; of a sculptor, συμποιεῖσθαι ἄγαλμα μετά τινος Sch.Ar.Nu.857.
German (Pape)
[Seite 988] mit od. zusammen machen, dichten, Ar. Th.. 158; helfen, Andoc. 1, 61; Is. 8, 16; μετά τινος, Luc. Pseudol. 2.
Greek (Liddell-Scott)
συμποιέω: βοηθῶ, συνεργῶ εἰς τὸ ποιεῖν τι, τι Ἀνδοκ. 9. 8, Ἰσαῖ. 70. 29, κλπ· ἴδε σὺν Γ. ΙΙ. ποιῶ ποίημα ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος, τοὺς Ἱππέας ξυνεποίησα τῷ φαλακρῷ τούτῳ (δηλ. ὁ Εὔπολις ἀπὸ κοινοῦ μετὰ τοῦ Ἀριστοφ.) Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 16· Εὐριπίδῃ... συνεποίεις... τὴν μελῳδίαν Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. 231b, πρβλ. Θεσμ. 158 (ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφέλ. 550)· ― ἐπὶ ἀγαλματοποιοῦ, συμποιεῖσθαι ἄγαλμα μετά τινος Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 857.