χλόος
From LSJ
Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
English (LSJ)
ὁ,
A greenish-yellow or light green colour: hence, pallor, χ. εἷλε παρειάς A. R.2.1216, cf. 3.298, Nic.Al.570, 579; δειελινὴν τὴν δ' εἷλε κακὸς χ. Call.Aet.3.1.12; contr. χλοῦς Hp. ap. Gal.19.155.
German (Pape)
[Seite 1359] ὁ, zsgzgn χλοῦς, die grüngelbe od. hellgrüne Farbe, Theophr.; übh. = χλόη, Ap. Rh. 3, 297. 4, 1279; Nic. Al. 583. 592.
Greek (Liddell-Scott)
χλόος: συνῃρ. χλοῦς, ὁ, χρῶμα πρασινοκίτρινον ἢ ὑποπράσινον, χλωρίασις, ὠχρότης, πολέεσσι δ’ ἐπὶ χλόος εἷλε παρειὰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1216˙ ἁπαλὰς δὲ μετετρωπᾶτο παρειὰς ἐς χλόον Γ. 298, Νικ. Ἀλεξιφ. 583, 592.