σφαιριστικός

From LSJ
Revision as of 11:10, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφαιριστικός Medium diacritics: σφαιριστικός Low diacritics: σφαιριστικός Capitals: ΣΦΑΙΡΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: sphairistikós Transliteration B: sphairistikos Transliteration C: sfairistikos Beta Code: sfairistiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for playing at ball, ἐπιμέλεια -ωτάτη Arr.Epict.2.5.20; σφαιριστικός, ὁ, a clever player, Gal.6.154, Poll.9.107; περὶ -κῆς (sc. τέχνης), title of a work by Timocrates, ap.Ath.1.15c.

Greek (Liddell-Scott)

σφαιριστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν παιδιὰν τῆς σφαίρας, ἐπιμέλεια Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 5, 20· ὁ σφαιριστικός, ἐπιτήδειος εἰς τὸ σφαιρίζειν, Πολυδ. Θ΄, 107· ἡ σφαιριστικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), δεξιότης εἰς τὸ παίζειν τὴν σφαῖραν, Τιμοκρ. παρ’ Ἀθην. 15C, κλπ. - Ἴδε Κόβητον ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ σ. 608.