σφαιριστικός

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφαιριστικός Medium diacritics: σφαιριστικός Low diacritics: σφαιριστικός Capitals: ΣΦΑΙΡΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: sphairistikós Transliteration B: sphairistikos Transliteration C: sfairistikos Beta Code: sfairistiko/s

English (LSJ)

σφαιριστική, σφαιριστικόν, of or for playing at ball, ἐπιμέλεια -ωτάτη Arr.Epict.2.5.20; σφαιριστικός, ὁ, a clever player, Gal.6.154, Poll.9.107; περὶ -κῆς (sc. τέχνης), title of a work by Timocrates, ap.Ath.1.15c.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne le jeu de paume.
Étymologie: σφαιρίζω.

Greek (Liddell-Scott)

σφαιριστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν παιδιὰν τῆς σφαίρας, ἐπιμέλεια Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 5, 20· ὁ σφαιριστικός, ἐπιτήδειος εἰς τὸ σφαιρίζειν, Πολυδ. Θ΄, 107· ἡ σφαιριστικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), δεξιότης εἰς τὸ παίζειν τὴν σφαῖραν, Τιμοκρ. παρ’ Ἀθην. 15C, κλπ. - Ἴδε Κόβητον ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ σ. 608.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σφαιριστικός, -ή, -όν, ΝΑ σφαιριστής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σφαίριση
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ.σφαιριστικός
ο επιδέξιος στο να παίζει με τη σφαίρα
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ σφαιριστική
(ενν. τέχνη) η επιδεξιότητα στη σφαίριση
3. φρ. «Περὶ σφαιριστικῆς» — τίτλος έργου του Τιμοκράτους.

German (Pape)

zum Ballspielen gehörig, darin geübt, ὁ σφαιριστικός, ein geschickter Ballspieler; ἡ σφαιριστική, sc. τέχνη, die Kunst, Ball zu spielen, Geschicklichkeit im Ballspiele, Ath. I.15b.