χαλκοκνήμις
From LSJ
τούτου μὲν τοῦ ἀνθρώπου ἐγὼ σοφώτερός εἰμι → I am wiser than this man
English (LSJ)
ῑδος, ὁ, ἡ,
A bronze-greaved, Il.7.41.
German (Pape)
[Seite 1331] ιδος, ὁ, ἡ, mit ehernen od. kupfernen Beinschienen, Il. 7, 41.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκοκνήμῑς: ῖδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων περικνημῖδας ἐκ χαλκοῦ, Ἰλ. Η. 41.