ὑποπιέζω
From LSJ
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
English (LSJ)
A f.l. for ὑπωπιάζω (which Turnebus restored) in Plu.2.921f.
German (Pape)
[Seite 1228] unten od. ein wenig drücken, Plut. fac. orb. lun. 5, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποπιέζω: πιέζω ὀλίγον τι ἢ ἐλαφρῶς, Πλούτ. 2. 921F (διάφ. γραφ. ὑποπιάζω). Ἐκκλ. οὐ τὸ σῶμα νηστείαις ὑποπιέζομεν Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 533C· - ὑποπιεσμός, ὁ, τὸ ὑποπιέζειν, Γρηγ. Ναζ. Ι. 861Β, μετὰ διαφ. γραφ. ὑποπιασμός.