χείρωμα

From LSJ
Revision as of 11:11, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χείρωμα Medium diacritics: χείρωμα Low diacritics: χείρωμα Capitals: ΧΕΙΡΩΜΑ
Transliteration A: cheírōma Transliteration B: cheirōma Transliteration C: cheiroma Beta Code: xei/rwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is subdued, a conquest, δούλης θανούσης, εὐμαροῦς χειρώματος A.Ag.1326.    2 deed of violence, ἄφαντος ἔρρει θανασίμῳ χ. S.OT560.    II a work wrought by the hand, τυμβοχόα χ., of earth thrown up (v. τυμβοχόος), A.Th. 1027.

German (Pape)

[Seite 1347] τό, 1) das mit der Hand Gethane, Verrichtete, τυμβοχόα χειρώματα, mit eigener Hand ausgegossene Todtenopfer, Aesch. Spt. 1013. – 2) das Ueberwältigte, Bezwungene, das leicht zu Ueberwältigende, Aesch. Ag. 1299; – θανάσιμον χείρωμα, tödtliche Bewältigung, d. i. gewaltsamer Tod, Soph. O. R. 560.

Greek (Liddell-Scott)

χείρωμα: τό, τὸ χειρωθέν, κατάκτησις, νίκη, δούλης θανούσης, εὐμαροῦς χειρώματος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1326. 2) ἔργον βίας, ἄφαντος ἔρρει θανασίμῳ χ. Σοφ. Ο. Τ. 560. ΙI. τὸ διὰ χειρῶν εἰργασμένον, τυμβοχόα χ., ἐπὶ τοῦ ἐπιρριφθέντος ἐπὶ τοῦ τύμβου χώματος, (ἴδε τυμβοχόος), Αἰσχύλ. Θήβ. 1022.