ὑπερείπω
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
A undermine, subvert, metaph., Plu.2.71b:—Pass., Id.Ant.82. II Pass., to be unable to stand, totter, of limbs, fail, Id.Pomp.74; so in aor. 2 ὑπήρῐπον, Il.23.691.
German (Pape)
[Seite 1194] (s. ἐρείπω), niederwerfen, umstürzen, eigtl. indem man die Stütze darunter wegzieht; ὑπερειπομένην καὶ περιπίπτουσαν Plut. Pomp. 74, vgl. Ant. 83. – Im aor. II. intrans., niederstürzen, niedersinken, αὐτοῦ γὰρ ὑπήριπε φαίδιμα γυῖα, Il. 23, 691.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερείπω: ὑποσκάπτω καὶ ἀνατρέπω, Πλούτ. 2. 71Β, ἔνθα ἴδε Wyttenb. - Παθ., ἀνατρέπομαι, ἀναποδογυρίζομαι, ὁ αὐτ. ἐν Πομπ. 74, ἐν Ἀντων. 82. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἀορ. β΄ ὑπήρῐπε. «κατηνέχθη» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 691.