ὠφέλιμος

From LSJ
Revision as of 10:54, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠφέλῐμος Medium diacritics: ὠφέλιμος Low diacritics: ωφέλιμος Capitals: ΩΦΕΛΙΜΟΣ
Transliteration A: ōphélimos Transliteration B: ōphelimos Transliteration C: ofelimos Beta Code: w)fe/limos

English (LSJ)

ον, rarely η, ον, Pl.Chrm.174d (dub. l.), R.607d:—

   A helping, aiding, useful, serviceable, beneficial, sts. of persons, as Id.Men.98c, R.461b (Comp.), X.Mem.2.7.9: but more freq. of things, Th.2.46, etc.; τινι to one, E.Ion138 (lyr.), Th.4.44, 7.64, etc.; ἔς τι for a purpose, Id.3.68; πρὸς τὰς πολιτείας Pl.R.607d; ὑπέρ τινος X. Cyr.6.2.34; κρίνειν τι ὠ. Th.1.22; τὸ ὠ. as Subst., Pl.R.457d; τὸ ὑμῖν ὠ. Th.1.76, cf. E. l. c.: Comp. and Sup., -ώτερος, -ώτατος, Th.1.93, Pl.R.461b, Tht.179a. Adv. -μως X.Mem.4.4.1, Pl.Grg.470a, Chrm. 163c: Sup. -ώτατα X.Eq.6.1.

Greek (Liddell-Scott)

ὠφέλιμος: -ον, σπανίως η, ον, Πλάτ. Χαρμ. 174D, Πολ. 607D· - ὁ φέρων ὄφελος, βοηθητικός, ὠφελείας πρόξενος, ἐπωφελὴς, χρήσιμος, ὠφέλιμος, ἐνίοτε ἐπὶ προσώπων, ὡς ἐν Πλάτ. Μένων 98C, Πολ. 461Α, Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 9· ἀλλὰ συνηθέστερον ἐπὶ πραγμάτων, Θουκ. 2. 46, Πλάτ., κλπ.· εἴς τινα, Εὐρ. Ἴων 138, Θουκ. 4. 44., 7. 64, κλπ.· ἔνθ’ ἀνωτ.· ὑπέρ τινος Ξεν. Κύρ. 6. 2, 34· κρίνειν τι ὠφ. Θουκ. 1. 22· - τὸ ὠφέλιμον ὡς οὐσιαστ., Πλάτ. Πολ. 457D· τὸ ὑμῖν ὠφ. Θουκ. 1. 76. -Συγκρ. καὶ ὑπερθ. -ώτερος, - ώτατος, Θουκ. 1. 93, Πλάτ. Πολ. 461Α. Θεαίτ. 179Α. - Ἐπίρρ., -μως, Ξενοφ. Ἀπομν. 4. 4, 1, Πλάτ.· ὑπερθ. -ώτατα, Ξεν. Ἱππ. 6. 1.