τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
brūchus: i, m., = βροῦχος or βροῦκος,
I a kind of locust without wings, Prud. Ham. 229; Vulg. Lev. 11, 22 al.
brūchus, ī, m. (βροῦχος), espèce de sauterelle : Prud. Ham. 228.