ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
Full diacritics: βᾰθυρρείτης | Medium diacritics: βαθυρρείτης | Low diacritics: βαθυρρείτης | Capitals: ΒΑΘΥΡΡΕΙΤΗΣ |
Transliteration A: bathyrreítēs | Transliteration B: bathyrreitēs | Transliteration C: vathyrreitis | Beta Code: baqurrei/ths |
ου, ὁ, (ῥέω),
A = βαθύρροος, Ep. gen. βαθυρρείταο Il.21.195, Hes.Th. 265.
βᾰθυρρείτης: -ου, ὁ, (ῥέω) =βαθύρροος, Ἐπ. γεν. βαθυρρείταο Ἰλ. Φ. 195, Ἡσ. Θεογ. 265.
ου (épq. -αo);
adj. m.
au courant profond.
Étymologie: βαθύς, ῥέω.