Ἀχέρων
From LSJ
Νέοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστιν τοῦ λαλεῖν → Sermone melius est iuveni silentium → Es schweigen besser, statt zu schwätzen, junge Leut'
English (LSJ)
οντος, ὁ,
A Acheron, river in the nether world, Od.10.513, etc.; of other rivers, Th.1.46, Str.6.1.5, etc.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀχέρων: -οντος, ὁ, (ἄχος) ποταμὸς τῶν στεναγμῶν, (πρβλ. Κωκυτός), εἶς τῶν ποταμῶν τοῦ κάτω κόσμου, Ὀδ. Κ. 513, πρβλ. Ἀποσπ. ἐν Valck. Diatr. σ. 17. ΙΙ. ὄνομα ποταμοῦ ἐν Θεσπρωτίᾳ, Θουκ. 1. 46· και ἄλλου ἐν Καμπανίᾳ, πρβλ. Στράβωνα 243, κτλ.
French (Bailly abrégé)
οντος (ὁ) :
Achéron :
1 fl. des enfers;
2 fl. de Thesprotie.
Étymologie: DELG parallèles balt. ou sl. signifiant « marais, lac ».