ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
f. ἀποδάσομαι, ao. ἀπεδασάμην;1 partager, donner une part : τινί τι, τινί τινος de qch à qqn;2 diviser, séparer.Étymologie: ἀπό, δαίομαι.