γλουτός
From LSJ
Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst
English (LSJ)
ὁ,
A buttock, γ. δεξιός Il.5.66, cf. Hp.Fract.13, Arist.HA 493a23: pl., Il.8.340, Hdt.4.9: dual, τὼ γλουτώ X.Eq.7.2: heterocl. pl., γλουτά, τά, Sch.Theoc.6.30. II = σφαίρωμα τῆς κοτύλης, Hsch. (Cf. Skt. glaús 'round lump', Engl. clot.)
Greek (Liddell-Scott)
γλουτός: ὁ, (ἴδε κλόνις) ὁ πρωκτός, Ἰλ. Ε. 66, Ἱππ. Ἀγμ. 761, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 13, 2., 14. 1·- πληθ., τὰ ὀπίσθια, ἐφ’ ὧν καθεζόμεθα, Λατ. nates, Ἰλ. Θ. 340, Ἡρόδ. 4. 9·-παρ’ Ἀττ. κατὰ τὸ πλεῖστον πυγή.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
le derrière ; οἱ γλουτοί les fesses.
Étymologie: DELG pas de mot. i.-e. pour désigner cette partie du corps ; métaph. pop. suggérant la rondeur.