δμήτειρα
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
German (Pape)
[Seite 650] ἡ, Bezwingerin, entstanden aus δμητέρια, fem. von δμητήρ; Homer einmal, Iliad. 14, 259 εἰ μὴ νὺξ δμήτειρα θεῶν ἐσάωσε καὶ ἀνδρῶν, nach Scholl. Didym. Zenodot u. Aristophanes μήτειρα, Porphyrius Scholl. Iliad 8, 1 p. 216 a 45 εἰ μὴ νὺξ δὴ μήτηρ τε θεῶν ἐσάωσε καὶ ἀνδρῶν.
French (Bailly abrégé)
ας;
adj. f.
qui dompte, qui maîtrise.
Étymologie: δαμάω.