μήτειρα
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
ἡ, = μήτηρ, v.l. for δμήτειρα, Il.14.259 (Zenod. and Ar. Byz.).
German (Pape)
[Seite 178] ἡ, = μήτηρ, Lesart des Zenodot. u. Aristoph. für δμήτειρα, Il. 14, 259; sonst nur bei sp. D., wie Greg. Naz.; μάτειρα Synes.
Greek (Liddell-Scott)
μήτειρα: ἡ, = μήτηρ, διάφ. γραφ. δμήτειρα, Ἰλ. Ξ. 259. ἄλλως μόνον ἐν Συνεσ. Ὕμν. 326D, - εἰ μὴ ἐν τῷ συνθέτῳ παμμήτειρα.
Greek Monolingual
μήτειρα, ἡ (Α)
μητέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μη- του μήτηρ + επίθημα -τειρα (πρβλ. αυτοκράτειρα, σώτειρα)].