ἠλάσκω

Revision as of 19:59, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

Ep. form of ἀλαίνω (cf. ἠλαίνω),

   A wander, stray, roam, [ἔλαφοι] αὔτως ἠλάσκουσαι ἀνάλκιδες Il.13.104; [μυῖαι] κατὰ σταθμὸν ποιμνήϊον ἠλάσκουσιν 2.470; of persons, Emp.121.4, D.P.675.

German (Pape)

[Seite 1159] ep. = ἀλάομαι, unstät hin u. her schweifen, umherirren; von den Hirschen, Il. 13, 104; von den Fliegen, umherschwärmen, αἵ τε κατὰ σταθμὸν π οιμνήϊον ἠλάκουσιν 2, 470; Empedocl. 20 u. sp. D., wie D. Per. 675, εἰς ἑτέρην χώρην.

Greek (Liddell-Scott)

ἠλάσκω: Ἐπ. τύπος τοῦ ἀλαίνω (πρβλ. ἠλαίνω). πλανῶμαι, περιφέρομαι, ἔλαφοι αὔτως ἠλάσκουσαι ἀνάλκιδες Ἰλ. Ν. 104· μυῖαι κατὰ σταθμὸν ποιμνήϊον ἠλάσκουσιν Ἰλ. Β. 470· ἐπὶ προσώπων, Ἐμπεδ. 21, Διον. ΙΙ. 675· ἠλάσκαζες Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 142.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
errer çà et là, fuir.
Étymologie: ἀλάομαι.