ἀλαίνω

From LSJ

Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλαίνω Medium diacritics: ἀλαίνω Low diacritics: αλαίνω Capitals: ΑΛΑΙΝΩ
Transliteration A: alaínō Transliteration B: alainō Transliteration C: alaino Beta Code: a)lai/nw

English (LSJ)

[ᾰλ], = ἀλάομαι, wander about, A.Ag.82, E.Tr.1084, El. 204,589, Cyc.79: c. acc., ἀ. πόδα δύστηνον Id.Ph.1536.—Always in lyr., exc. Or.532.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ép. ἠλαίνω Call.Dian.251, Theoc.7.23, Parth.Fr.51
• Prosodia: [ᾰ-]
1 andar errante τὸ ὑπεργήρων ... ὄναρ ἡμερόφαντον ἀλαίνει A.A.82, ἀλαίνεις ἄθαπτος E.Tr.1084
ir de un lado a otro como un esclavo, de un sileno sirviente del Cíclope, E.Cyc.79
de un ave revolotear ἐπιτυμβίδιοι κορυδαλλίδες ἠλαίνοντι Theoc.7.23
fig. delirar Call.Dian.251, cf. Parth.l.c.
c. ac. llevar errante γεραιὸν πόδα E.Ph.1536.
2 ser un exiliado, estar desterrado ποτὶ θῆσσαν ἑστίαν E.El.205, ἀπὸ δωμάτων E.El.589.

German (Pape)

[Seite 88] Tragg. für ἀλάομαι, umherschweifen, Aesch. Ag. 82; oft Eur., z. B. Phoen. 1536 Cycl. 79. Vgl. ἠλαίνω.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
errer ça et là.
Étymologie: ἀλάομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλαίνω ἀλάομαι (rond)zwerven, (rond)dwalen: met acc. v. h. inw. obj.: ἀλαίνων γεραιὸν πόδα die op zijn oude voeten ronddwaalt Eur. Phoen. 1536.

Russian (Dvoretsky)

ἀλαίνω: (ᾰλ) странствовать, бродить Aesch., Eur.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλαίνω: [ᾰ], = ἀλάομαι, περιπλανῶμαι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 82, Εὐρ. Τρῳ. 1083, Ἠλ. 204, 589, Κύκλ. 79· ἀλ. πόδα δύστηνον (ἴδ. βαίνω Α, ΙΙ 4), ὁ αὐτ. Φοίν. 1536· πάντοτε ἐν λυρ. πλὴν ἐν Εὐρ. Ὀρ. 532. Πρβλ. ἠλαίνω.

Greek Monolingual

ἀλαίνω (Α)
περιπλανιέμαι, περιφέρομαι, τριγυρίζω εδώ κι εκεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του ρ. ἀλῶμαι].

Greek Monotonic

ἀλαίνω: [ᾰλ] = ἀλάομαι, περιπλανιέμαι, σε Αισχύλ., Ευρ.· ἀλ. πόδα, περιπλανιέμαι πεζός, στον ίδ.

Middle Liddell

= ἀλάομαι
to wander about, Aesch., Eur.; ἀλ. πόδα to wander on foot, Eur.