σφέλας
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
τό,
A footstool, Od.18.394: Ep. pl. σφέλα 17.231; dat. σφέλαϊ A.R.3.1159. II pedestal of a statue, Schwyzer 760 (Delos, vi B.C.). III hollow block of wood, for putting anything into, Nic.Th.644.
Greek (Liddell-Scott)
σφέλας: τό, ὑποπόδιον, Ὀδ. Σ. 394˙ Ἐπικ. πληθ. σφέλα Ὀδ. Ρ. 231˙ δοτ. σφέλαϊ Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1169. ΙΙ. ἡ βάσις ἀγάλματος, Ἐπιγρ. Δήλ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 10. ΙΙΙ. κοῖλον τεμάχιον ξύλου ὡς θήκη χρησιμεῦον, Νικ. Θηρ. 644.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
escabeau, banc.
Étymologie: DELG σφαλός.