μέλπηθρον

From LSJ
Revision as of 09:27, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364

German (Pape)

[Seite 128] τό (eigtl. Gesang u. Tanz, vgl. μολπή), Ergötzlichkeit, Spiel; μὴ κεῖνος ἀνὴρ ἔτι νοστήσειεν ἐκ Τροίης, ἀλλ' αὖθι κυνῶν μέλπηθρα γένοιτο, d. i. unbestattet, ein Spiel der Hunde werden, Il. 13, 233, wie Πάτροκλον Τρωῇσι κυσὶ μέλπηθρα γενέσθαι, 17, 255. 18, 179.

Greek (Liddell-Scott)

μέλπηθρον: τό, (μέλπω) κυρίως, τὸ ᾆσμα μετὰ χοροῦ, (μόνον ἐν τῆ Ἰλ.) ἀείποτε ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ ἀτάφου πτώματος, κυνῶν μέλπηθρα γένοιτο, λεία τῶν κυνῶν, τέρψις αὐτῶν, Ν. 233· κυσὶ μέλπηθρα γενέσθαι Σ. 255., Τ. 176· πρβλ. μολπή. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μέλπηθρα· σπαράγματα. παίγνια· ἑλκύσματα».