λικμητήρ
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
Full diacritics: λικμητήρ | Medium diacritics: λικμητήρ | Low diacritics: λικμητήρ | Capitals: ΛΙΚΜΗΤΗΡ |
Transliteration A: likmētḗr | Transliteration B: likmētēr | Transliteration C: likmitir | Beta Code: likmhth/r |
ῆρος, ὁ,
A winnower of corn, Il.13.590.
[Seite 46] ῆρος, ὁ, der Getreidereiniger, Worfler, Il. 13, 590.
λικμητήρ: ῆρος, ὁ, ὁ λικμῶν τὸν σῖτον, ὁ «λιχνίζων», Ἰλ. Ν. 590· πρβλ. λικνίτης.
ῆρος (ὁ) :
vanneur.
Étymologie: λικμάω.