προτιάπτω
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
Full diacritics: προτιάπτω | Medium diacritics: προτιάπτω | Low diacritics: προτιάπτω | Capitals: ΠΡΟΤΙΑΠΤΩ |
Transliteration A: protiáptō | Transliteration B: protiaptō | Transliteration C: protiapto | Beta Code: protia/ptw |
προτιβάλλομαι, προτιειλεῖν, προτιείποι,
A v. προσ-.
[Seite 792] dor. statt προσάπτω.
προτιάπτω: προτιβάλλομαι, προτιειλεῖν προτιείποι, ἴδε προσ-.
dor. c. προσάπτω.