τροχάω
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
English (LSJ)
Ep. form of τροχάζω, Arat. 1105, APl.4.275 (Posidipp.), Anacreont.29.6, etc.; of the stars,
A revolve, Arat.227.
Greek (Liddell-Scott)
τροχάω: Ἐπικ. ἰσοδύναμος τύπος τοῦ τροχάζω, Ἀνακρεόντ. 32. 6, Ἄρατ. 1105, ελπ.· - ἐπὶ τῶν ἀστέρων, κινοῦμαι, περιστρέφομαι, Ἄρατ. 227.