πεντηκόντερος
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
(sc. ναῦς), ἡ,
A ship with fifty oars, Pi.P. 4.245, IG12.23, Hdt.1.152, al., Th.1.14 ; πεντηκόντ-ορος is v.l. in Pi. l. c., Hdt. 6.138, Th. l. c., and is found in E.IT 1124 (lyr.), Marm.Par. 15.
German (Pape)
[Seite 558] ἡ, = πεντηκόντορος, Her. 3, 124 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
πεντηκόντερος: ἴδε πεντηκόντορος.
French (Bailly abrégé)
ion. c. πεντηκόντορος.