συνευνάζω
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
A cause to lie with, τινά τινι Apollod.2.4.10, etc.:— Pass., lie with, Pi.P.4.254, S.OT982, Hp.Nat.Mul.17.
Greek (Liddell-Scott)
συνευνάζω: κατακλίνω, βάλλω τινὰ νὰ πλαγιάσῃ μετά τινος, συγκοιμίζω, τινά τινι Ἀπολλόδ. 2. 4, 10, κτλ. ― Παθ., συγκοιμῶμαι μετά τινος, ἐπὶ σαρκικῆς συνουσίας, Πινδ. Π. 4. 452, Σοφ. Ο. Τ. 982.
English (Slater)
συνευνάζω pass.
1sleep together καὶ συνεύνασθεν (sc. the Argonauts and the Lemnian women) (P. 4.254)